φροντιστικός

φροντιστικός
-ή, -όν, Α [φροντίζω]
1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.)
2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)
3. νευρικός, αγχώδης
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φροντιστικόν
η αφηρημένη σκέψη, η διανόηση.
επίρρ...
φροντιστικῶς Α
με φροντίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φροντιστικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικά — φροντιστικός neut nom/voc/acc pl φροντιστικά̱ , φροντιστικός fem nom/voc/acc dual φροντιστικά̱ , φροντιστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικώτερον — φροντιστικός adverbial comp φροντιστικός masc acc comp sg φροντιστικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικῶν — φροντιστικός fem gen pl φροντιστικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικόν — φροντιστικός masc acc sg φροντιστικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικώτατον — φροντιστικός masc acc superl sg φροντιστικός neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικοῖς — φροντιστικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικοί — φροντιστικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικῆς — φροντιστικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστική — φροντιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”