- φροντιστικός
- -ή, -όν, Α [φροντίζω]1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.)2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)3. νευρικός, αγχώδης4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φροντιστικόνη αφηρημένη σκέψη, η διανόηση.επίρρ...φροντιστικῶς Αμε φροντίδα.
Dictionary of Greek. 2013.